Σελίδες

Δευτέρα 11 Ιουνίου 2012

Λίγο πριν το τέλος*


σπόιλερ αλέρτ!!
Αγαπημένα φινάλε ταινιών, λοιπόν. Μιλάμε για τον ορισμό του σπόιλερ. Πώς να μιλήσεις για τελικές σηνές χωρίς να προδώσεις την ταινία; Δεν γίνεται με τίποτα. Γι' αυτό προειδοποιώ, το τοπ3 είναι καραγεμάτο με σπόιλερς. Ιτς απ του γιου αν θα συνεχίσεις, υπάρχει και η λύση να πας απευθείας στο τέλος που παραθέτω τη λίστα. Επίσης, προειδοποιώ: ακολουθεί σεντόνι.
'Ενας χωρισμός
Πριν μιλήσω για την τελική σκηνή, δυο λόγια για την ταινία: την είδα πολύ πρόσφατα και ακόμη τη σκέφτομαι έντονα. Να 'ναι που ήταν το πρώτο θερινό της σεζόν(που τελαίνομαι για θερινά); Να 'ναι που είχε συννεφιά στον ουρανό και ταίριαζε τόσο πολύ με τα μπουμπουνητά και τις βροντές μέσα σου κι έλεγες τώρα θα βρέξει, τώρα θα βρέξει, αλλά δεν έκλαιγες τελικά; Να 'ναι που ήταν μια από τις συγκλονιστικότερες ταινίες που έχω δει; Από αυτές που κρατούν τεντωμένο κάθε νεύρο του κορμιού σου και όταν ανοίγουν τα φώτα είσαι πιασμένος σαν να έτρεχες 5 χλμ; Από αυτές που είναι τόσο αληθινά αληθινές, με ήρωες ανθρώπινους, που δεν είναι ούτε καλοί ούτε κακοί, με θέματα που θίγονται χωρίς να σε κουράζει το πλήθος τους, με αυθεντικές ερμηνείες χωρίς να εκβιάζουν το συναίσθημα ούτε λεπτό, απ' αυτές που υποφέρεις αρκετά-δηλαδή το διάλειμμα το θες και το παραθές- αλλά που στο τέλος μένεις αμίλητος γι' αυτό το 1,5 λεπτό ακριβώς.
Είμαστε στο Ιράν του σήμερα. Ο Ναντέρ και η Σιμίν είναι παντρεμένοι, φιλελεύθεροι και προοδευτικοί και αγαπούν την 11χρονη κόρη τους αλλά χωρίζουν, γιατί η Σιμίν θέλει να μετακομίσουν στη Δύση για να έχουν μια καλύτερη τύχη εκείνη κι η κόρη της, γιατί δεν αρκεί να είσαι σε μια προοδευτική οικογένεια όταν το γύρω σου είναι θρησκευτικό κράτος και καταπίεση, αρκεί; Ο Ναντέρ θέλει να μείνει· κυρίως για να φροντίσει τον πατέρα του που πάσχει από Αλτσχάιμερ, αλλά και για να το παλέψει να ζήσει, παρά τις δυσκολίες, στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε. Η Σιμίν φεύγει από το σπίτι, ο Ναντέρ προσλαμβάνει μια γυναίκα να προσέχει τον πατέρα του όσο εκείνος λείπει, κάτι που πυροδοτεί μια σειρά τυχαία ή όχι και τόσο τυχαία γεγονότα που οδηγούν στο να κατηγορείται ο Ναντέρ για φόνο αλλά κυρίως στο να αναρωτιόμαστε όλοι ποια είναι η αλήθεια, τι είναι το σωστό και αν το βρούμε τελικά, μήπως δεν έχει και τόση αξία; Εντάξει, η περιγραφή δεν δείχνει ούτε το 1/10 του μεγαλείου της ταινίας, η τελική σκηνή όμως είναι καταπληκτική:
Το ζευγάρι χωρίζει τελικά και η κόρη καλείται να επιλέξει, ενώπιον του δικαστή, με ποιον από του δύο γονείς της θέλει να ζήσει. Βλέπουμε λοιπόν τη φόρτιση του κοριτσιού, που με ήσυχο κλάμα έχει κάνει την επιλογή της και που όλοι οι θεατές, έχοντας παρακολουθήσει τα προηγούμενα γεγονότα, καταλαβαίνουμε πόσο δύσκολο είναι για κείνην να επιλέξει ανάμεσα σε δυο γονείς που την αγαπούν βαθιά, σε δυο καλούς ανθρώπους που θέλουν μόνο μια ζωή πιο ουσιαστική και δίνουν όλο τους το είναι για το σκοπό αυτό. Το γλυκό, αγαπημένο και σοφό αυτό κορίτσι μένει μέσα στην αίθουσα για να ανακοινώσει στον δικαστή την απόφασή της, ενώ οι γονείς περιμένουν απ' έξω να την μάθουν, με δύο μέτρα απόσταση ο ένας από τον άλλον, χίλια δυο συναισθήματα να καθρεφτίζονται στο βλέμμα τους και τις πρώτες νότες μουσικής σ' όλη την ταινία να ακούγονται καθώς πέφτουν οι τίτλοι τέλους.


Lost In Translation
Πολύ αγαπημένο φιλμ της Σοφίας Κόπολα για τα δύο πιο αγαπημένα μου θέματα για ταινία: την εσωτερική μοναξιά και την αναζήτηση του νοήματος της ζωής. Ο Μπομπ(ο καλύτερος Μπιλ Μάρει έβερ) είναι ένας παροπλισμένος σταρ, μέσης ηλικίας και παντρεμένος σε έναν μαραμένο γάμο, που πηγαίνει στο Τόκυο για να γυρίσει διαφημιστικά. Εκεί γνωρίζεται με τη νεαρή Σάρλοτ(Σκάρλετ Γιόχανσον), που συνοδεύει τον φωτογράφο σύζυγό της και τους παρακολουθούμε να περιπλανιούνται στο Τόκυο και να αρχίζει μεταξύ τους μια πατρική/πλατωνικά ερωτική σχέση που οδηγεί και τους 2 τους πιο κοντά στο συναίσθημά τους και στο τι θέλουν στη ζωή τους. Η ταινία έχει πολύ ωραίο χαμηλών τόνων χιούμορ, αλλά κυρίως έχει δύο αξιαγάπητους πραωταγωνιστές(νομίζω ότι είναι χαρακτηριστικό της Κοπολα ότι αγαπάει πολύ τους ήρωες των ταινιών της) και μια πολύ γλυκιά και ήρεμη αλλά ακομπλεξάριστη αφήγηση της ιστορίας. Η τελευταία σκηνή, όπου αποχαιρετιούνται χωρίς να λένε τίποτα ιδιαίτερο αλλά λέγοντάς τα όλα με τα μάτια(όλα για όσα μοιράστηκαν, για το πόσο τρυφερά αγαπήθηκαν) έχει μείνει ιστορική και για έναν ακόμη λόγο: Ο Μπομπ ψιθυρίζει κάτι στο αυτί της Σάρλοτ(έναν απλό αποχαιρετισμό; τη λύση όλων των θεμελιωδών ερωτημάτων της ζωής; ένα σ'αγαπώ; ποιος ξέρει;) και εμείς κλαίμε σπαραχτικά μαζί τους χωρίς να μάθουμε ποτέ τι ακριβώς της είπε. Αααααχ…


Les 400 coups(Τα 400 χτυπήματα)
Τελευταία άφησα μια παλιά, πολύ γνωστή ταινία του Φρανσουά Τρυφώ, γυρισμένη το 1959. Αφηγείται τη ζωή ενός 12χρονου(καταπληκτικός ο Ζαν Πιερ Λεό που ξανασυνεργάστηκε πολλές φορές με τον σκηνοθέτη) ο οποίος ζει στο Παρίσι, σε δύσκολο και φτωχό οικογενειακό και κοινωνικό περιβάλλον που τον οδηγεί στην εγκληματικότητα σιγά σιγά αλλά τον ωθεί και στην ωρίμανση μια ώρα αρχύτερα. Η ταινία περιγράφει ρεαλιστικά αλλά και με ποιητικότητα την καθημερινότητα του παιδιού, το οποίο καταλήγει σε αναμορφωτήριο απ' όπου κάποια στιγμή το σκάει. Αυτό γίνεται στην τελευταία σκηνή, η οποία , κατά τη γνώμη μου, είναι μαγική. Δείχνει τον μικρό να τρέχει προς τη θάλασσα, το πλάνο τον ακολουθεί και ακούμε τα βήματά του και στο τέλος τέλος η κάμερα κοκκαλώνει στο πρόσωπό του. Εκείνη τη στιγμή έχει ένα βλέμμα σκληρό(η σκληρότητα της εποχής αλλά και της παιδικής ηλικίας), φοβισμένο αλλά συνάμα και ονειροπόλο. Με ένα πλάνο είναι σαν να μας δείχνει ο σκηνοθέτης το -μάλλον ζοφερό- μέλλον του παιδιού αλλά και την αγριότητα του περάσματος στην ενηλικίωση. Τι μπορεί να κάνει ένα βλέμμα και η απεραντοσύνη της θάλασσας ρε παιδί μου..
to sum up:
1. A Separation
2. Lost In Translation
3. Les 400 coups
4. σειρά σου

*θενξ, κρις

Τρίτη 5 Ιουνίου 2012

oδηγώ τραγουδώντας


Έμπνευση: Όταν έβλεπα στις αμερικάνικες ταινίες αυτές τις καταπληκτικές σκηνές που οι πρωταγωνιστές οδηγούσαν από τη δυτική στην ανατολική ακτή ή τούμπαλιν και τραγουδούσαν τα αγαπημένα τους τραγούδια ήθελα κι εγώ. Έλα, όμως, που δεν είχα δίπλωμα. Μετά από άπειρα χρόνια και παραινέσεις γνωστών κι αγνώστων κατάφερα να απαντήσω στο ερώτημα: Όταν ο εκκινητής (μίζα) δεν ξεκινά, ποια μπορεί να είναι η πιθανή αιτία;
1. Κακή κατάσταση του συσσωρευτή.
2. Φθαρμένοι αναφλεκτήρες (μπουζί) 
3. Δεν λειτουργεί ο πολλαπλασιαστής.
Kαι το πήρα. Μπορώ πλέον να οδηγώ απ’ τη μια άκρη της πόλης μέχρι την άλλη -περί τα 3 χλμ- ακούγοντας το αγαπημένο μου cd (το ονόμασα on the road). Το τραγούδι, λοιπόν, που προτιμώ να ακούω, να τραγουδώ και ενίοτε να χορεύω οδηγώντας και θα πρότεινα ως χαλί όταν διαβάζεις αυτή την ανάρτηση, καλέ μου αναγνώστη, είναι το :

 
Οδηγώ τραγουδώντας, νούμερο 1.
Πριν λίγο με σταμάτησε ένας τροχαίος για έλεγχο. Καθότι νέα οδηγός, ήθελε λέει να μου κόψει την πρώτη μου κλίση έστω και για 10 ευρώ. Το θέμα δεν είναι όμως αυτό. Είχα τόσο δυνατά τη μουσική και τραγουδούσα που όταν μου έκανε σήμα να σταματήσω πανικοβλήθηκα. Προσπάθησα να κλείσω το cd-player αλλά μπαινόβγαζα το cd, άνοιξα υαλοκαθαριστήρες, άναψα φλάς, έσβησα φώτα και τελικά έκλεισα τη μίζα και ησύχασα. Τη γλίτωσα φυσικά, τον ήξερα τον άνθρωπο. Η περιπέτεια αυτή με ενέπνευσε για την πρώτη μου επιλογή : Intouchables
Ναι, ναι, γαλλικός κινηματογράφος του 2011. Τα παραμυθικά στοιχεία δε λείπουν απ’ την ταινία των Olivier Nakache και Eric Toledano η οποία βασίζεται σε αληθινή ιστορία. Οι δύο ήρωες προέρχονται από αντιδιαμετρικά αντίθετους κόσμους. Ο Φιλίπ (François Cluzet) είναι ένας ζάμπλουτος αριστοκράτης, τετραπληγικός όμως λόγω ενός ατυχήματος με παραπέντε. Ζει σε ένα υπέροχο σπίτι στο Παρίσι αλλά τίποτα δεν του κάνει αίσθηση μεταφορικά και κυριολεκτικά αφού δε μπορεί να κάνει ούτε τα απαραίτητα εξαιτίας της κατάστασης του. Ο Ντρις (Omar Sy) είναι ένας μαύρος άνεργος νεαρός που μόλις έχει αποφυλακιστεί. Ζει από το επίδομα της πρόνοιας και έχει στοιβάξει τη ζωή του μαζί με πολλούς άλλους σ’ ένα μικρό διαμέρισμα των εργατικών κατοικιών στα προάστια του Παρισιού. Οι δυο τους θα συναντηθούν κάπως τυχαία, ο Ντρις θα γίνει νοσοκόμος-φίλος-αδελφός του Φιλίπ με αποτέλεσμα να αλλάξουν οι ζωές τους για πάντα. Η ταινία είναι γλυκιά, τρυφερή και αρκετά χιουμοριστική παρά τη λεπτότητα του θέματος. Θα μου πείτε τώρα πώς κολλάει η οδήγηση. Στην πρώτη σκηνή, που στην ουσία προέρχεται απ’ το τέλος της ταινίας και ενώ πέφτουν οι τίτλοι αρχής, οι δύο άνδρες βρίσκονται στο υπεργρήγορο και πανάκριβο αυτοκίνητο του Φιλίπ. Ο Ντρις οδηγεί με ιλιγγιώδη ταχύτητα στους δρόμους της πόλης του φωτός. Τους σταματούν οι μπάτσοι και αφού τους ξεφεύγουν σατανικά, ξεκινά η μουσική. Ο Ντρις τραγουδά το September από τους Earth Wind & Fire και η κατάσταση απογειώνεται. Παράδοξο και αναπάντεχο ξεκίνημα-πολύ ανεβαστικό τραγούδι. «Ba de ya, say do you remember, Ba de ya, dancing in September, Ba de ya, never was a cloudy day»
 
(το πρώτο μου βιντέακι αποτέλεσμα κοπτοραπτικής. Σ’ ευχαριστώ avidemux μου

Οδηγώ τραγουδώντας, νούμερο 2.
Reality Bites (Νέοι, ωραίοι και άνεργοι κατά το μεταφραστή). Ταινία του 1994, με σκηνοθέτη τoν guess who, Ben Stiller. Υπόθεση: Τέσσερις νέοι και ωραίοι φίλοι που έχουν μόλις αποφοιτήσει απ’ το κολέγιο προσπαθούν να βρουν την άκρη με τις ζωές τους και το εγώ τους.
Η σκηνή που μας ενδιαφέρει: Η Winona Ryder και η Janeane Garofalo τραγουδούν στο αυτοκίνητο το Tempted από τους Squeeze. Σημειωτέον η Γουινόνα καπνίζει. Το  κατάφερα κι εγώ, ω ναι.


Οδηγώ τραγουδώντας, νούμερο 3.
Διχάστηκα είναι η αλήθεια για την τρίτη θέση αλλά δε θα αποκαλύψω το έτερον σκέλος του διλήμματος. Ρετρό μπλοκμπάστερ στη συνέχεια και MIB = men in black = οι άνδρες με τα μαύρα. Κάποια απ’ τις τρεις ταινίες θα έχετε δει, ίσως έχετε διαβάσει το κόμικ της μαρβέλ ή έχετε παίξει το videogame. Α! ήταν και τηλεοπτική σειρά και επίσης κυκλοφορούν πολλοί ιστότοποι στο κυβερνοχωράφι με θέμα τους άνδρες με τα μαύρα που εργάζονται για κυβερνητικές ή παρακρατικές οργανώσεις με αποστολή τους να παραμένουν σιωπηλοί όσοι έχουν δει UFO. Ή μήπως είναι και οι ίδιοι εξωγήινοι; 
Με λίγα λόγια η υπόθεση είναι κάτι παραπάνω από γνωστή. Περνάμε επομένως στη σκηνούλα μας.
Ο πράκτορας Κέι (Tommy Lee Jones) και ο μαθητευόμενος του πράκτορας Τζέι (Will Smith) κυνηγούν έναν εξωγήινο που προσπαθεί να διαφύγει από τη γη και μπαίνουν σ’ ένα τούνελ για να αποφύγουν την κίνηση. Ο Κέι ζητά από τον Τζέι να πατήσει το κόκκινο κουμπί και το Ford LDT του 1986 μετατρέπεται σε μπατμπομπίλ. Με την ταχύτητα του φωτός ο Κέι οδηγεί πλέον στην οροφή του τούνελ και ο Τζέι -χωρίς ζώνη ασφαλείας- έχει κουβαριαστεί στο παρμπρίζ. Ο Κέι τότε βάζει μουσική και αρχίζει το τραγούδι. Elvis και Promised Land. « You do know Elvis is dead, right? » τον ρωτάει ο Τζέι. «No, Elvis is not dead. He just went home. »

Θυμήσου:
1. Intouchables
2. Reality Bites
3. Men In Black

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Ανείπωτοι έρωτες


Ανείπωτοι και όχι ανεκπλήρωτοι. Οι ιστορίες που με ενδιαφέρουν έχουν να κάνουν με ανθρώπους που για τους δικούς του λόγους ο καθένας, δεν μπόρεσαν, δε θέλησαν να ομολογήσουν το ανομολόγητο, ή ακόμα κι αν το έκαναν, το άφησαν μισό. Κριτήριο αυστηρό: μέχρι χειραψία επιτρέπεται να έχουν ανταλλάξει οι πρωταγωνιστές- άντε και κανένα πεταχτό φιλί. Αυστηρά. 

In the mood for love (2000). Σινεμά «Τριανόν» και μετά ποτάκι στο «Αu revoir». Ωραίες εποχές! Από τις ελάχιστες ταινίες που έχω δει πάνω από τρεις φορές και από τις αγαπημένες μου γενικά. Το εκπληκτικό είναι ότι κάθε φορά που τη βλέπεις σε καθηλώνει. Η μουσική των Shigeru Umebayashi και Michael Galasso, αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας, την απογειώνει. Εικαστικά, ένα αριστούργημα.
Στο θέμα μας τώρα: ο έρωτας, ο απαγορευμένος, ο ανεκπλήρωτος. 
 Χονγκ-Κονγκ, δεκαετία του ‘60. Ο Wong Kar Wai αφηγείται την ιστορία δύο ανθρώπων, της κ. Τσαν (Maggie Cheung) και του κ. Τσόου (Tony Leung Chiu Wai), που οι ζωές τους  συναντώνται τυχαία όταν μετακομίζουν σε διπλανά διαμερίσματα. Παντρεμένοι και οι δυο με συζύγους δύο ανθρώπους απόντες, τους οποίους εύστοχα ο σκηνοθέτης δεν παρουσιάζει ποτέ στο κοινό. Θα δούμε μόνο τις σκιές τους ή θα ακούσουμε τις φωνές τους κυρίως απ’ το τηλέφωνο. Η μοναξιά στους γάμους τους έρχεται να τους ενώσει. Η κ. Τσαν και ο κ. Τσόου πλησιάζουν ο ένας τον άλλο για να ανακαλύψουν ότι οι σύζυγοι τους έχουν δεσμό. Η συνειδητοποίηση της απιστίας και της προδοσίας είναι ένα βαρύ φορτίο που μοιράζονται, χωρίς όμως να υποπέσουν στο ίδιο παράπτωμα. «Δε θα γίνουμε σαν κι αυτούς» λέει η κ. Τσαν. Θα προβάρουν διαλόγους, στους οποίους εκείνη ρωτά «το σύζυγό της» αν την απατά. Θα συναντηθούν κρυφά στο δρόμο, σε εστιατόρια, στις σκάλες. Θα μιλήσουν ώρα στο τηλέφωνο. Θα εγκλωβιστούν στο σπίτι του λόγω των επικριτικών γειτόνων. Όλα γίνονται στα κρυφά. Ένα δειλό άγγιγμα, ένα φοβισμένο βλέμμα, αποτυπώνουν τα συναισθήματα τους. Η κοινωνία δεν σηκώνει την απιστία κι ας είναι και οι δυο τους θύματα της. Η κοινωνία αυτή και τα δεσμά που βάζουν οι ίδιοι στους εαυτούς τους, θα γράψουν τελικά και τον επίλογο. Ο κ. Τσόου κάπως πιο αποφασιστικός, δε μπορεί να κάνει την υπέρβαση. Ή την κάνει μισή. (αμάν βρε κ. Τσόου μου) Η κ. Τσαν δε θα τον ακολουθήσει στη Σιγκαπούρη (άλλη από κει). Θα τον επισκεφτεί ένα χρόνο μετά, αλλά δε θα συναντηθούν. Κάποια χρόνια μετά, θα επιστρέψουν και οι δύο στο σπίτι που ξεκίνησαν όλα. Εκείνη ως η νέα ιδιοκτήτρια κι εκείνος ένας απλός επισκέπτης. Και πάλι δε θα συναντηθούν.
Η ταινία τελειώνει με τον κ. Τσόου στην Καμπότζη στο ναό του Άνγκορ Βατ. Σε μια τρύπα ενός τοίχου του αρχαίου ναού, θα ψιθυρίσει το μυστικό τους και θα την καλύψει με λάσπη για πάντα. Ένας έρωτας που δεν τον έζησαν και θάφτηκε πριν καν ξεκινήσει.

 
Εδώ και χρόνια -από το 1993 περίπου, γιατί ήμουνα και μωρό παιδί, που βγήκε στις αίθουσες- η πρώτη ταινία που μου ερχόταν στο μυαλό, όταν σκεφτόμουν το θέμα του ανομολόγητου ή ανεκπλήρωτου έρωτα γενικώς, ήταν τα «Απομεινάρια μιας μέρας» (The remains of a day – του καλού James Ivory). Ταινία εποχής λοιπόν, η δεύτερη επιλογή. Ξέρω ότι αρκετός κόσμος δεν προτιμά τις ταινίες αυτού του είδους, τις βαριέται. Εμένα, σε γενικές γραμμές μου αρέσουν μπορώ να πω και αυτή αρκετά. Η δράση εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους. Στο κινηματογραφικό παρόν στα τέλη της δεκαετίας του ’50- αρχές ’60, ο κ. Στίβενς, μπάτλερ ενός πλούσιου Αμερικανού σ’ έναν πύργο της Αγγλίας, ξεκινά ένα ταξίδι για να συναντήσει την πριν από είκοσι χρόνια συνάδελφο του και οικονόμο του πύργου κ. Κέντον. Το ταξίδι είναι η αφορμή για μια βουτιά στις αναμνήσεις. Με συνεχείς αναδρομές κι εναλλαγές του κινηματογραφικού χρόνου σκιαγραφούνται οι προσωπικότητες των δύο πρωταγωνιστών καθώς και μια λανθάνουσα ερωτική ιστορία. Μεταξύ των δύο δημιουργείται ή μάλλον υπονοείται η γέννηση ενός έρωτα που παρέμεινε πλατωνικός γιατί κανείς τους δεν τόλμησε να τον εκφράσει. Εκείνος, δοσμένος απόλυτα στη δουλειά του, να υπηρετεί με ακλόνητη πειθαρχία τον τότε κύριο του, Λόρδο Ντάρλιγκτον, μην αφήνοντας χώρο για λίγο συναίσθημα. Το καθήκον απέναντι σ’ ένα απάνθρωπο σύστημα αξιών που και ο ίδιος φαίνεται να επιβάλλει στον εαυτό του, τον κάνει  να αποστασιοποιείται από την ανθρώπινη πλευρά του. Εκείνη ελαφρώς πιο αυθόρμητη τον προκαλεί (με τον τρόπο της φυσικά) μάταια να ξεπεράσει τα κοινωνικά θέσφατα της  εποχής και του εαυτού του. Από το παρελθόν επιστροφή στο παρόν όπου η κ. Κέντον παντρεμένη πια και μητέρα αφηγείται σ’ ένα γράμμα της την πληκτική ζωή της, το διαζύγιο που επίκειται και τη σκέψη της να ξαναγυρίσει στην παλιά δουλειά της-κοντά του. Η επιστολή αυτή – αφορμή για το ταξίδι του κ. Στίβενς φαίνεται να δημιουργεί την ελπίδα για την πολυπόθητη (απ’ την πλευρά των θεατών τουλάχιστον) ένωση. Μάταια. Οι εξελίξεις έρχονται για να μας διαψεύσουν. Η συνάντηση τους στο τέλος της ταινίας θα είναι και η ταφόπλακα στις προσδοκίες μας. Νομίζω ότι στη συνάντηση τους αυτή ο κ. Στίβενς συνειδητοποιεί τη χαμένη ευκαιρία και ίσως τη χαμένη του ζωή. Η λάθος επιλογή και η καταδίκη σε ισόβια δυστυχία. Εκείνη έμαθε να αγαπά κάποιον άλλο και εκείνος ήταν αναμφισβήτητα ο τέλειος, πιστός, αφοσιωμένος μπάτλερ όπως επιθυμούσε.
We could have had it all όπως θα έλεγε και η Adele…

«Un Coeur en hiver» aka Μια καρδιά το χειμώνα. Γαλλικός κινηματογράφος η τρίτη επιλογή, αισθαντικός και εσωτερικός. Like.
Μια γυναίκα, δύο άντρες. Χιλιοειπωμένο, χιλιοειδωμένο, χιλιοπαιγμένο. Ο Στεφάν (εκπληκτικός όπως πάντα ο Daniel Auteuil) είναι ένας εσωστρεφής τύπος που επισκευάζει βιολιά, αφοσιωμένος στην τέχνη του. Ζει στο ατελιέ του, διαβάζει τα βιβλία του, μυστηριώδης και απόλυτα ερωτεύσιμος. Ο Μαξίμ (Andre Dussollier), στενός συνεργάτης του, διαχειρίζεται το κομμάτι των δημοσίων σχέσεων της επιχείρησης. Ο Μαξίμ, παντρεμένος ων, ερωτεύεται την Καμίλ (Emmanuelle Beart), μια όμορφη βιολονίστα και διατίθεται να αφήσει την οικογένεια του για να ζήσει μαζί της. Μεταξύ του Στεφάν και της Καμίλ δημιουργείται μια έλξη παράφορη. Το διαπεραστικό του βλέμμα την πρώτη φορά που την παρακολουθεί σε μία πρόβα, την αποσυντονίζει πλήρως και δε μπορεί να παίξει. Η χημεία τους είναι ολοφάνερη. Η Καμίλ παρασύρεται απ’ το πάθος της και τα διαλύει όλα, ακόμα και τη μουσική της. Εξομολογείται τον έρωτα της, δεν κρύβει τα συναισθήματα της. Ο Στεφάν, απροσπέλαστος, απόμακρος. Αρνείται τα δικά του λέγοντας της ότι ήθελε να την σαγηνεύσει για να πικάρει τον Μαξίμ. Λέει την αλήθεια ή απλώς δε μπορεί; Η ταινία δεν μας αποκαλύπτει πολλά στοιχεία για τον πρωταγωνιστή για να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα. «Vous ne comprenez pas Camille. Vous parlez des sentiments que je ne ressens pas, qui n'existent pas. Je n'y ai pas accès. Je ne vous aime pas» (= δεν καταλαβαίνετε, Καμίλ. Μιλάτε για συναισθήματα που δε νιώθω, που δεν υπάρχουν, που δε μου είναι οικεία. Δε σας αγαπώ) της λέει με απόλυτη ψυχρότητα και την ισοπεδώνει. Το αποτέλεσμα: μια απ’ τα ίδια. Ξέσπασμα, ποτό, εμμονή. Το τέλος: με ένα άλμα στο χρόνο μεταφερόμαστε οχτώ μήνες αργότερα όπου εκείνη έχει γυρίσει στο Μαξίμ και στη μουσική της και εκείνος σε ένα νέο ατελιέ να επισκευάζει τα βιολιά του (πφφφ! εκνευρίστηκα). 

(Τι έμαθα από αυτή την ανάρτηση: Η επόμενη θα είναι πιο χαρωπή και ανάλαφρη. Μελαγχόλησα, αδερφάκι μου)

Ανείπωτοι έρωτες, λοιπόν, έχουμε και λέμε:
1. In the mood for love
2. The remains of a day
3. Un coeur en hiver

Πέμπτη 31 Μαΐου 2012

Ρούχα για χάζεμα.


Θα μου πεις, σιγά το θέμα, το ντύσιμο σε μια ταινία είναι ασήμαντο. Θα σου πω να το ξανασκεφτείς.Δεν είναι αμελητέας σημασίας. Ίσα ίσα, είναι ένας κώδικας, ένας συμβολισμός του τι είναι ο άνθρωπος μέσα του. Μας δίνει άπειρα στοιχεία για το τι πιστεύει για τη ζωή, τι μουσική ακούει, τι κόμμα ψηφίζει, τι ερωτικές προτιμήσεις έχει, τι αυτοπεποίθηση κουβαλάει, τι φαντασία έχει, τι τόλμη, πού θέλει να ανήκει. Κι όλα αυτά στην πραγματική ζωή όπου αυτές τις πληροφορίες τις παίρνεις σχεδόν ασυνείδητα με μια φευγαλέα ματιά στον απέναντί σου. Φαντάσου στην ταινία, που τι είναι αν όχι συμπυκνωμένη ζωή; Το ντύσιμο σου δίνει τόσο υλικό για έναν χαρακτήρα όσο το να καθόταν ο ήρωας να σου διηγηθεί όλο το παρελθόν του, να σε κοιτάει στα μάτια(ok, στην κάμερα) και να σου μιλάει επί ώρες για την παιδική του ηλικία, την επανάσταση που έκανε ή όχι στην εφηβεία του, αν είναι συντηρητικός ή προοδευτικός τύπος, κλειστός ή ανοιχτόμυαλος, εσωστρεφής ή εξωστρεφής, αν περνάει εύκολα ή δύσκολα στη φάση που τον πετυχαίνεις. Και όπως και έξω στη ζωή, από τα πρώτα λεπτά ξέρεις μέσα σου αν τον συμπαθείς ή όχι, αν τον αντέχεις ή τον μισείς, αν είναι έρωτας με την πρώτη ματιά ή αν χρειάζεται δουλειά για να σε κερδίσει(#αγαπημονο).

Για αρχή έχω το αρχέτυπο, την Κοκό Σανέλ, και την ταινία  Coco avant Chanel, που εξιστορεί κυρίως τα χρόνια πριν την καθιέρωσή της και τη διασημότητά της. Θα μου πεις πάλι, ε, καλά, εντάξει, για τη Σανέλ μιλάει, ρούχα θα δείχνει. Θα σου πω και πάλι ξανασκέψου το. Γιατί η ταινία επικεντρώνεται στην ιδιαίτερη προσωπικότητά της και πώς αυτή χτίζεται και δυναμώνει στο πέρασμα των χρόνων. Το χαρακτηριστικό της είναι ότι είναι υπερφυσικά δυνατή και μάλιστα σε μια εποχή που κάθε γυναίκα είχε χίλια δυο εμπόδια να υπερπηδήσει για να κάνει κάτι στη ζωή· και είναι τρομερά γοητευτικό να παρακολουθείς πώς γεννιέται και εξελίσσεται ένα δυνατός και αποφασισμένος, να χαράξει προσωπική πορεία, άνθρωπος. Εμένα με κέρδισε εξίσου απόλυτα με τον χαρακτήρα της. Έχει και πολύ ωραίο και συγκινητικό λαβ στόρι, να ενημερώσω. Όσον αφορά τα ρούχα, όλη η ταινία είναι ένας ύμνος στην κομψότητα, τη δημιουργική φαντασία και την υψηλή αισθητική. Αγαπημένες σκηνές αυτές που βλέπεις από ποιες απλές σκηνές της καθημερινότητας αντλεί έμπνευση και φθάνει στο υπέροχο, κάθε φορά, αποτέλεσμα. Η Όντρεϊ Τοτού, με ωραίο, εσωτερικό παίξιμο και αξέχαστα σκληρό αλλά συνάμα γοητευτικό σκούρο βλέμμα(ε, καλά, το σκούρο δε θέλει και καμιά φοβερή υποκριτική δεινότητα). Έξτρα μπόνους, οι πολύ ωραίοι και καθαροί ήχοι από ψαλίδια που κόβουν, υφάσματα που σχίζονται, κλωστές που σπάνε, βελόνες που τρυπούν και άλλα τέτοια.


Αφήνω το έμβλημα της μόδας του ΄30, '40 και πιάνω το αρσενικό αντίστοιχο του '90. Μιλάω για τον Τομ Φορντ φυσικά, σχεδιαστή μόδας και διάσημο κυρίως απ' όταν δούλευε στον οίκο Γκούτσι, πριν φτιάξει τη δική του φίρμα. Δεν είναι βιογραφία πάλι, καμία σχέση. Στο A Single Man, ο Τομ σκηνοθετεί μια πολύ ωραία ιστορία ενός καθηγητή Λογοτεχνίας που έχει αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του μετά από την πρόσφατη απώλεια του επί 16 χρόνια συντρόφου του. Τακτοποιεί τις τελευταίες του υποθέσεις και έρχεται σε επαφή με έναν ζιγκολό, με την παλιά καλή του φίλη και ξεπεσμένη δόξα του κινηματογράφου, Τζούλιαν Μουρ, και με έναν φοιτητή του που ιντριγκάρεται απο τον καθηγητή και βλέπουμε πώς αυτές οι συναντήσεις επιδρούν πάνω του σ' αυτή την τόσο κρίσιμη φάση του. Ο ΤομΦόρντ  κάνει τη σκηνοθεσία  με απίστευτη αρρενωπότητα, γοητεία και ακρίβεια. Στηρίζεται βέβαια σε γερές πλάτες, την ερμηνεία του Κόλιν Φερθ, που είναι λιτή, εσωτερική και εξόχως συγκινητική και καταγγέλλω ότι θα έπρεπε να είχε βραβευθεί στα Όσκαρς 2010 οπωσδήποτε· αίσχος!! Η αισθητική των '60s σε συνδυασμό με τα απίστευτα κουστούμια του Κόλιν και τα ρετρό φορέματα της Τζούλιαν Μουρ αλλά κυρίως και πάνω απ'όλα ο ευγενικά διακριτικός τρόπος με τον οποίο απεικονίζει τον άγριο και βαθύ πόνο του καθηγητή Falconer για το χαμό του συντρόφου του, καθώς και η υπέροχη, ποιητική τελευταία σκηνή αποτελούν ωδή στην ομορφιά. Ένας υπέροχα μοναδικός άνθρωπος.


Τρίτη επιλογή, λίγο αναπάντεχη αλλά πολύ σίγουρη είναι το Beginners, μια περσινή ταινία υποτιμημένη και παραγνωρισμένη εν πολλοίς, που άξιζε θερμότερη υποδοχή. Το βασικό στόρι είναι τα εξής δύο: Ο Όλιβερ(Γιούαν Μακγκρέγκορ) είναι γραφίστας-πάαααααρα πολύ ωραία τα σχέδιά του με θέμα:The history of sadness-που πενθεί τον νεκρό πατέρα του που έχασε πρόσφατα και 6 χρόνια μετά το θάνατο της μητέρας του. Ο πατέρας Χαλ, μετά το θάνατο της επί 45 χρόνια συζύγου του, κάνει come out και ξαναρχίζει να ζει και να ευτυχεί μέχρι το τέλος της ζωής του συντροφιά με έναν νεότερο άνδρα. Ο γιος, εσωστρεφής κλειστός, μόνος κι έρημος, μην ξέροντας πώς να αγαπάει πραγματικά πριν το καμάουτ του πατρός και το τελευταίο διάστημα μαζί του, γνωρίζει μια κοπέλα σε ένα πάρτυ, με μια από τις καλύτερες σκηνές άδολου και υπαρξιακά απελπισμένου φλέρτ. Την κοπέλα υποδύεται η Μελανί Λοράν(με κλειστό το α). Ωπ, φθάσαμε στο ντύσιμο· η Μελανί που λες, εκτός από μια κούκλα με φανταστικό, τρυφερό βλέμμα, φοράει και υπέροχα, ανεπιτήδευτα κουλ outfits και πιάνει τα μαλλιά της με μισητής τελειότητας επιμελώς ατημέλητο τρόπο. Μόνο και μόνο για αυτό το το κόκκινο φόρεμα με το μπλε καλσόν, κερδίζει άνετα θέση στο τοπ 3.
Υ.Γ: Μπόνους αξιαγάπητο σκυλάκι ράτσας Μιλού.





Ε, είπαμε:
1) Coco avant Chanel
2) A Single Man
3) Beginners
4) πες εσύ

Σάββατο 26 Μαΐου 2012

Ένα κορίτσι στους τίτλους.

(σειρές που έχουν στον τίτλο τους τη λέξη girl(s) )

Γενικά, η λέξη  girl φοριέται πολύ στους τίτλους σειρών. Η αλήθεια είναι ότι ένα κορίτσι πάντα προσελκύει το ενδιαφέρον. Οι γυναίκες θέλουν να δουν στην οθόνη τη ζωή τους δραματοποιημένη ή να θαυμάσουν ή να χαζέψουν πώς θα μπορούσε να είναι. Το περίεργο είναι ότι η λέξη girl έχει κάποια ταπεινότητα, δεν περιμένεις να δεις και καμιά φοβερά συναρπαστική ζωή δηλαδή· περισσότερο σε παραπέμπει στο κορίτσι της διπλανής πόρτας. Επίσης, σε προδιαθέτει για κάτι χαριτωμένο και δροσερό. Και λίγο εφηβικό. Ξέρεις ότι δεν θα προβληματιστείς και βαθιά. Πόσο να προβληματιστεί ένα κορίτσι για τα αποτελέσματα των εκλογών ας πούμε; Όχι βέβαια ότι η εφηβεία ή η ενηλικίωση δεν έχει τις δυσκολίες της, ίσα ίσα. Θα έλεγα ότι η ζωή ενός κοριτσιού χαρακτηρίζεται από μια αβάσταχτη ελαφρότητα.Οι άνδρες από την άλλη, είναι πάντα έτοιμοι να ερωτευτούν ένα περίεργο ή όμορφο κορίτσι που ζει δίπλα τους. Λέμε τώρα..


Λοιπόν, το top3 δεν ήταν και πολύ εύκολο. Ειδικά φέτος, δεχόμαστε καταιγισμό αμερικανικών σειρών μ' αυτό το στοιχείο. Διαλέγω μια καινούρια, μια κατακαίνουρια και μια παμπάλαια.


Το New Girl, με τη Ζούι(ή Ζόι, δε θα τα χαλάσουμε τώρα) Ντεσανέλ, ξεκίνησε λίγο περισσότερο σαχλά απ' οτι αντέχω συνήθως αλλά αν δείξει κανείς λίγη υπομονή και δεν εγκαταλείψει μέχρι το 5ο-6ο επεισόδιο, θα ανταμειφθεί. Το στόρι είναι πολύ κλασικό για σειρά: τα ευτράπελα και χαριτωμένα της συγκατοίκησης τεσσάρων ατόμων. Το νεωτερικό στοιχείο είναι ότι πρόκειται για τρεις άνδρες και μία γυναίκα, κάπως ασυνήθιστη σύνθεση για σηριαλοσυγκατοίκηση. Και μάλiστα με μία γυναίκα που δεν αποτελεί το πατροπαράδοτο αντικείμενο του πόθου, όπως θα ήθελε το κλισέ. Είναι σειρά χαρακτήρων εννοείται, όχι καταστάσεων. Η Ζόι παίζει βασικά τον εαυτό της, μια εναλλακτική και τρελούτσικη κοπέλα που μετά το χωρισμό της με τον επί χρόνια φίλο της, μετακομίζει με τους υπόλοιπους 3 ήρωες: έναν έγχρωμο προπονητή μπάσκετ, έναν αιώνιο φοιτητή νομικής παύλα μπάρμαν, που δε ζητά και πολλά απ' τη ζωή, και έναν γιάπη(μη με ρωτάς τι δουλειά κάνει, άλλος Τσάντλερ μάς βρήκε), λιγούρης και πολύ σίγουρος για τις παράλογες απόψεις του για τις σχέσεις και τη ζωή.
Ε, στην αρχή δεν το είχαν πολυβρεί με τους χαρακτήρες. Άσε που η Ζόι ήταν υπερβολικά γλυκερή και ενοχλητικά χίπστερ· αλλά σιγά σιγά οι συγγραφείς τους έκαναν πιο αστείους, τους αγάπησαν, χαλάρωσε λίγο κι η Ζόι και κύλησε το νερό στ' αυλάκι. Τώρα πια, είναι το πιο feelgood σηριαλεπεισόδιο της εβδομάδας και οι σχέσεις μου με τη Ζούι αποκαταστάθηκαν(έγιναν πάλι λατρείας δηλαδή).




Η κατακαίνουρια περίπτωση είναι το Girls, στο οποίο γράφει, σκηνοθετεί, κάνει την παραγωγή η Lena Dunham, πουλέν του ίντι και του πολύ μέτα- κινηματογράφου αυτή την εποχή, σου λέει. Είναι βασικά η αφήγηση του πώς ζουν στη Νέα Υόρκη τέσσερις φίλες γύρω στα 25 και τι περνούν στα επαγγελματικά και στα γκομενικά τους κυρίως. Η ίδια η Lena έχει πει ότι είναι κάτι σαν το Sex &The City , αλλά δε θα συμφωνήσω και πολύ-μάλλον βαριόταν να εξηγήσει. Εκεί πρωταγωνιστεί ξεκάθαρα η Νέα Υόρκη και τελείως άλλη γενιά και κοινωνική τάξη ίσως(αν και η μία ηρωίδα είναι πολύ όμοια με τη Charlotte). Εδώ, θα έλεγα ότι πρωταγωνιστεί η ενηλικίωση και το υπόγειο χιούμορ. Αυτό είναι και το ατού της σειράς κατ' εμέ, που σε ξενίζει στην αρχή αλλά μετά είναι απολαυστικό. Οι σκηνές της Dunham με τον sexfriend της αποτελούν στιγμές σκληρού χιούμορ, αν υπάρχει κάτι τέτοιο. Κι έχει και πιο ρεαλιστικό στυλ κινηματογράφησης, να τα λέμε αυτά. Μόνο 5 επεισοδιάκια έχουν παιχτεί, φρέσκο πράγμα.


                            




Για το νάμπερ θρι προβληματίστηκα γιατί παίζουν πολλές υποψηφιότητες( 2broke girls, gossip girl, ναι, το βλέπω, τέτοια είμαι) αλλά νίκησε η παλιά και παντοτινή αγάπη, τα GIlmore girls, ντε. Μάνα και κόρη μεγαλώνουν μαζί στο μικρό χωριό του Stars Hollow και ωριμάζουν, ερωτεύονται και τσακώνονται με πολύ γλυκά μελαγχολικό τρόπο και τρόπο ομιλίας σαν πολυβόλο. Αγαπημένα στοιχεία: α)οι αναφορές στην επικαιρότητα και σε γνωστά πρόσωπα, β)οι ωραία ανεπτυγμένοι χαρακτήρες της ανοιχτόμυαλης, ανάλαφρης αλλά πάντα αφοσιωμένης μητέρας και της σοβαρής και αξιαγάπητης κόρης που είναι το καμάρι και η ελπίδα όλης της περιοχής(τη σπουδάσαμε τελικά, έστω και στο Γιέηλ) και γ)η φανταστική σκιαγράφηση της πόλης και της μικρής της κοινωνίας, που είναι κράμα κουτσομπόλικης ελληνικής επαρχίας και της πιο προηγμένης, αποκεντρωμένης, άμεσης δημοκρατίας(πες με ρομαντικούρα, το δέχομαι). Οι σκηνές στο δημοτικό συμβούλιο, στη δημοτική ταινιοθήκη, κτλ είναι άπειρες και οργανικά στοιχεία της πλοκής, όχι απλά γεμίσματα. Για να μην αναφερθώ στην αγάπη της Ρόρι για τα βιβλία ή στο ότι εδώ μάς πρωτοσυστήθηκε ο Milo Ventimiglia, απόλυτα ερωτεύσιμος επαναστάτης χωρίς αιτία και μετέπειτα hero.






Ε, είπαμε:

1.New Girl
2.Girls
3.Gilmore girls
4. πες εσύ

Τρίτη 22 Μαΐου 2012

Hugh Grant - Οι πιο γελοίες στιγμές


Εντάξει αγαπώ τον Hugh Grant και γι’ αυτό αποφάσισα να του αφιερώσω τη δεύτερη μου ανάρτηση. Θέμα: Οι πιο γελοίες του στιγμές. Μου αρέσει που, ενώ έχει αυτό το βρετανικό καθωσπρέπει στυλάκι, δε διστάζει να γελοιοποιηθεί. Τείνω να πιστέψω ότι μάλλον του αρέσει. Οι τρεις ταινίες που διάλεξα, δεν έχουν καμιά ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία. Προσφέρονται για διασκέδαση και σε καμία περίπτωση για περισυλλογή. Ιδανικές για: μετά από χωρισμό, χειμωνιάτικα μεσημέρια στον καναπέ με πονόδοντο, ξάπλα στο κρεβάτι με ίωση ή τρελό χανγκόβερ από το προηγούμενο βράδυ.
Η πρώτη γελοιωδέστατη σκηνή του αγαπημένου μου είναι από την ταινία Music & Lyrics του Marc Lawrence. Ο Άλεξ Φλέτσερ, ένας ξεχασμένος πια ποπ σταρ της δεκαετίας του ’80, τραγουδάει σήμερα (2007 βγήκε η ταινία), σε «δεύτερα» μέρη για 40χρονες κυριούλες, πρώην γκρούπις του συγκροτήματος «Ποπ», στο οποίο ήταν μέλος. Άδοντας το  meaningless kiss, ένα τραγούδι αλά George Michael, ο Άλεξ τα δίνει όλα. Οι χορευτικές φιγούρες (ένα ελαφρύ κούνημα των γοφών και του πωπού) στις οποίες επιδίδεται μπροστά σ’ ένα κοινό που παραληρεί είναι εντελώς γελοίες. Κι όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που τον πιάνει πόνος στο πόδι (ε, άμα το παίζεις και τζόβενο σ’ αυτή την ηλικία…).


Χαρακτηριστικά προσθέτω ένα βιντεάκι με τους τίτλους αρχής της ταινίας, που στην ουσία είναι ένα βιντεοκλίπ του συγκροτήματος «Ποπ». Τι να πρωτοσχολιάσω δεν ξέρω. Το τραγούδι το ίδιο, τις ενδυματολογικές επιλογές, το μαλλί, το στόρι του βίντεοκλιπ; Όλα ανεξαιρέτως ανεκδιήγητα. 




Επόμενη σκηνή είναι από την ταινία Love Actually. Με φόντο το χριστουγεννιάτικα στολισμένο Λονδίνο ο Richard Curtis μας αφηγείται 8 διαφορετικές ιστορίες αγάπης ψυχοπλακώνοντας μας κάθε Χριστούγεννα –και όχι μόνο-.(Πόσες  γυναίκες, αναρωτιέμαι, θα ήθελαν να βρεθούν στη θέση της Keira Knightley;). Θα σταθώ στην ιστορία που με ενδιαφέρει. Ο γλυκούλης υποδύεται τον κάπως εναλλακτικό πρωθυπουργό της Αγγλίας. Σε μία σκηνή που διαδραματίζεται στο αντίστοιχο Μέγαρο Μαξίμου του Λονδίνου, επιδίδεται σ’ ένα τρελό χορό υπό τους ήχους του τραγουδιού jump από τις girls aloud και υπό το αυστηρό βλέμμα μιας αγγλίδας υπαλλήλου του. 




Τελευταία στη λίστα και ταυτόχρονα η χειρότερη απ’ τις τρεις είναι το Mickey Blue Eyes. Στα  ελληνικά αποδόθηκε «Παντρεμένος με τη Μαφία». Τον σκηνοθέτη δεν τον θυμάμαι καν και βαριέμαι να τον ψάξω. Εδώ η σκηνή δεν περιλαμβάνει χορευτικές φιγούρες αλλά την προσπάθεια του ευυπόληπτου και εντελώς Βρετανού Μάικλ Φέλγκεϊτ να παραστήσει τον τύπο του τίτλου της ταινίας (τον Mickey Blue Eyes δηλαδή), έναν εκτελεστή της μαφίας. Η εξάσκηση του στη γκανγκστερική προφορά με κάνει απλά να γελάω: "getouttahea" και "fahgedaboudit"! (Μήπως τελικά είμαι ερωτευμένη μαζί του;;)


Συνοψίζοντας:
1. Music & Lyrics
2. Love Actually
3. Mickey Blue Eyes