Σελίδες

Σάββατο 2 Ιουνίου 2012

Ανείπωτοι έρωτες


Ανείπωτοι και όχι ανεκπλήρωτοι. Οι ιστορίες που με ενδιαφέρουν έχουν να κάνουν με ανθρώπους που για τους δικούς του λόγους ο καθένας, δεν μπόρεσαν, δε θέλησαν να ομολογήσουν το ανομολόγητο, ή ακόμα κι αν το έκαναν, το άφησαν μισό. Κριτήριο αυστηρό: μέχρι χειραψία επιτρέπεται να έχουν ανταλλάξει οι πρωταγωνιστές- άντε και κανένα πεταχτό φιλί. Αυστηρά. 

In the mood for love (2000). Σινεμά «Τριανόν» και μετά ποτάκι στο «Αu revoir». Ωραίες εποχές! Από τις ελάχιστες ταινίες που έχω δει πάνω από τρεις φορές και από τις αγαπημένες μου γενικά. Το εκπληκτικό είναι ότι κάθε φορά που τη βλέπεις σε καθηλώνει. Η μουσική των Shigeru Umebayashi και Michael Galasso, αναπόσπαστο κομμάτι της ταινίας, την απογειώνει. Εικαστικά, ένα αριστούργημα.
Στο θέμα μας τώρα: ο έρωτας, ο απαγορευμένος, ο ανεκπλήρωτος. 
 Χονγκ-Κονγκ, δεκαετία του ‘60. Ο Wong Kar Wai αφηγείται την ιστορία δύο ανθρώπων, της κ. Τσαν (Maggie Cheung) και του κ. Τσόου (Tony Leung Chiu Wai), που οι ζωές τους  συναντώνται τυχαία όταν μετακομίζουν σε διπλανά διαμερίσματα. Παντρεμένοι και οι δυο με συζύγους δύο ανθρώπους απόντες, τους οποίους εύστοχα ο σκηνοθέτης δεν παρουσιάζει ποτέ στο κοινό. Θα δούμε μόνο τις σκιές τους ή θα ακούσουμε τις φωνές τους κυρίως απ’ το τηλέφωνο. Η μοναξιά στους γάμους τους έρχεται να τους ενώσει. Η κ. Τσαν και ο κ. Τσόου πλησιάζουν ο ένας τον άλλο για να ανακαλύψουν ότι οι σύζυγοι τους έχουν δεσμό. Η συνειδητοποίηση της απιστίας και της προδοσίας είναι ένα βαρύ φορτίο που μοιράζονται, χωρίς όμως να υποπέσουν στο ίδιο παράπτωμα. «Δε θα γίνουμε σαν κι αυτούς» λέει η κ. Τσαν. Θα προβάρουν διαλόγους, στους οποίους εκείνη ρωτά «το σύζυγό της» αν την απατά. Θα συναντηθούν κρυφά στο δρόμο, σε εστιατόρια, στις σκάλες. Θα μιλήσουν ώρα στο τηλέφωνο. Θα εγκλωβιστούν στο σπίτι του λόγω των επικριτικών γειτόνων. Όλα γίνονται στα κρυφά. Ένα δειλό άγγιγμα, ένα φοβισμένο βλέμμα, αποτυπώνουν τα συναισθήματα τους. Η κοινωνία δεν σηκώνει την απιστία κι ας είναι και οι δυο τους θύματα της. Η κοινωνία αυτή και τα δεσμά που βάζουν οι ίδιοι στους εαυτούς τους, θα γράψουν τελικά και τον επίλογο. Ο κ. Τσόου κάπως πιο αποφασιστικός, δε μπορεί να κάνει την υπέρβαση. Ή την κάνει μισή. (αμάν βρε κ. Τσόου μου) Η κ. Τσαν δε θα τον ακολουθήσει στη Σιγκαπούρη (άλλη από κει). Θα τον επισκεφτεί ένα χρόνο μετά, αλλά δε θα συναντηθούν. Κάποια χρόνια μετά, θα επιστρέψουν και οι δύο στο σπίτι που ξεκίνησαν όλα. Εκείνη ως η νέα ιδιοκτήτρια κι εκείνος ένας απλός επισκέπτης. Και πάλι δε θα συναντηθούν.
Η ταινία τελειώνει με τον κ. Τσόου στην Καμπότζη στο ναό του Άνγκορ Βατ. Σε μια τρύπα ενός τοίχου του αρχαίου ναού, θα ψιθυρίσει το μυστικό τους και θα την καλύψει με λάσπη για πάντα. Ένας έρωτας που δεν τον έζησαν και θάφτηκε πριν καν ξεκινήσει.

 
Εδώ και χρόνια -από το 1993 περίπου, γιατί ήμουνα και μωρό παιδί, που βγήκε στις αίθουσες- η πρώτη ταινία που μου ερχόταν στο μυαλό, όταν σκεφτόμουν το θέμα του ανομολόγητου ή ανεκπλήρωτου έρωτα γενικώς, ήταν τα «Απομεινάρια μιας μέρας» (The remains of a day – του καλού James Ivory). Ταινία εποχής λοιπόν, η δεύτερη επιλογή. Ξέρω ότι αρκετός κόσμος δεν προτιμά τις ταινίες αυτού του είδους, τις βαριέται. Εμένα, σε γενικές γραμμές μου αρέσουν μπορώ να πω και αυτή αρκετά. Η δράση εκτυλίσσεται σε δύο χρόνους. Στο κινηματογραφικό παρόν στα τέλη της δεκαετίας του ’50- αρχές ’60, ο κ. Στίβενς, μπάτλερ ενός πλούσιου Αμερικανού σ’ έναν πύργο της Αγγλίας, ξεκινά ένα ταξίδι για να συναντήσει την πριν από είκοσι χρόνια συνάδελφο του και οικονόμο του πύργου κ. Κέντον. Το ταξίδι είναι η αφορμή για μια βουτιά στις αναμνήσεις. Με συνεχείς αναδρομές κι εναλλαγές του κινηματογραφικού χρόνου σκιαγραφούνται οι προσωπικότητες των δύο πρωταγωνιστών καθώς και μια λανθάνουσα ερωτική ιστορία. Μεταξύ των δύο δημιουργείται ή μάλλον υπονοείται η γέννηση ενός έρωτα που παρέμεινε πλατωνικός γιατί κανείς τους δεν τόλμησε να τον εκφράσει. Εκείνος, δοσμένος απόλυτα στη δουλειά του, να υπηρετεί με ακλόνητη πειθαρχία τον τότε κύριο του, Λόρδο Ντάρλιγκτον, μην αφήνοντας χώρο για λίγο συναίσθημα. Το καθήκον απέναντι σ’ ένα απάνθρωπο σύστημα αξιών που και ο ίδιος φαίνεται να επιβάλλει στον εαυτό του, τον κάνει  να αποστασιοποιείται από την ανθρώπινη πλευρά του. Εκείνη ελαφρώς πιο αυθόρμητη τον προκαλεί (με τον τρόπο της φυσικά) μάταια να ξεπεράσει τα κοινωνικά θέσφατα της  εποχής και του εαυτού του. Από το παρελθόν επιστροφή στο παρόν όπου η κ. Κέντον παντρεμένη πια και μητέρα αφηγείται σ’ ένα γράμμα της την πληκτική ζωή της, το διαζύγιο που επίκειται και τη σκέψη της να ξαναγυρίσει στην παλιά δουλειά της-κοντά του. Η επιστολή αυτή – αφορμή για το ταξίδι του κ. Στίβενς φαίνεται να δημιουργεί την ελπίδα για την πολυπόθητη (απ’ την πλευρά των θεατών τουλάχιστον) ένωση. Μάταια. Οι εξελίξεις έρχονται για να μας διαψεύσουν. Η συνάντηση τους στο τέλος της ταινίας θα είναι και η ταφόπλακα στις προσδοκίες μας. Νομίζω ότι στη συνάντηση τους αυτή ο κ. Στίβενς συνειδητοποιεί τη χαμένη ευκαιρία και ίσως τη χαμένη του ζωή. Η λάθος επιλογή και η καταδίκη σε ισόβια δυστυχία. Εκείνη έμαθε να αγαπά κάποιον άλλο και εκείνος ήταν αναμφισβήτητα ο τέλειος, πιστός, αφοσιωμένος μπάτλερ όπως επιθυμούσε.
We could have had it all όπως θα έλεγε και η Adele…

«Un Coeur en hiver» aka Μια καρδιά το χειμώνα. Γαλλικός κινηματογράφος η τρίτη επιλογή, αισθαντικός και εσωτερικός. Like.
Μια γυναίκα, δύο άντρες. Χιλιοειπωμένο, χιλιοειδωμένο, χιλιοπαιγμένο. Ο Στεφάν (εκπληκτικός όπως πάντα ο Daniel Auteuil) είναι ένας εσωστρεφής τύπος που επισκευάζει βιολιά, αφοσιωμένος στην τέχνη του. Ζει στο ατελιέ του, διαβάζει τα βιβλία του, μυστηριώδης και απόλυτα ερωτεύσιμος. Ο Μαξίμ (Andre Dussollier), στενός συνεργάτης του, διαχειρίζεται το κομμάτι των δημοσίων σχέσεων της επιχείρησης. Ο Μαξίμ, παντρεμένος ων, ερωτεύεται την Καμίλ (Emmanuelle Beart), μια όμορφη βιολονίστα και διατίθεται να αφήσει την οικογένεια του για να ζήσει μαζί της. Μεταξύ του Στεφάν και της Καμίλ δημιουργείται μια έλξη παράφορη. Το διαπεραστικό του βλέμμα την πρώτη φορά που την παρακολουθεί σε μία πρόβα, την αποσυντονίζει πλήρως και δε μπορεί να παίξει. Η χημεία τους είναι ολοφάνερη. Η Καμίλ παρασύρεται απ’ το πάθος της και τα διαλύει όλα, ακόμα και τη μουσική της. Εξομολογείται τον έρωτα της, δεν κρύβει τα συναισθήματα της. Ο Στεφάν, απροσπέλαστος, απόμακρος. Αρνείται τα δικά του λέγοντας της ότι ήθελε να την σαγηνεύσει για να πικάρει τον Μαξίμ. Λέει την αλήθεια ή απλώς δε μπορεί; Η ταινία δεν μας αποκαλύπτει πολλά στοιχεία για τον πρωταγωνιστή για να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα. «Vous ne comprenez pas Camille. Vous parlez des sentiments que je ne ressens pas, qui n'existent pas. Je n'y ai pas accès. Je ne vous aime pas» (= δεν καταλαβαίνετε, Καμίλ. Μιλάτε για συναισθήματα που δε νιώθω, που δεν υπάρχουν, που δε μου είναι οικεία. Δε σας αγαπώ) της λέει με απόλυτη ψυχρότητα και την ισοπεδώνει. Το αποτέλεσμα: μια απ’ τα ίδια. Ξέσπασμα, ποτό, εμμονή. Το τέλος: με ένα άλμα στο χρόνο μεταφερόμαστε οχτώ μήνες αργότερα όπου εκείνη έχει γυρίσει στο Μαξίμ και στη μουσική της και εκείνος σε ένα νέο ατελιέ να επισκευάζει τα βιολιά του (πφφφ! εκνευρίστηκα). 

(Τι έμαθα από αυτή την ανάρτηση: Η επόμενη θα είναι πιο χαρωπή και ανάλαφρη. Μελαγχόλησα, αδερφάκι μου)

Ανείπωτοι έρωτες, λοιπόν, έχουμε και λέμε:
1. In the mood for love
2. The remains of a day
3. Un coeur en hiver

1 σχόλιο:

  1. Πωπω, μας τσάκισες. Αλλά τι θεματάρα! Και πολύ ωραία επιλογή. Την τρίτη δεν την έχω δει, θα την δω και μετά θα προτείνω:)

    ΑπάντησηΔιαγραφή